- σαπιολέμονο
- το, Ν1. σάπιο λεμόνι2. (κατ' επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί3. φρ. «τόν πήραν με τα σαπιολέμονα» — τού πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τόν αποδοκίμασαν έντονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπιος + λεμόνι].
Dictionary of Greek. 2013.